κλωβός

κλωβός
ο (AM κλωβός)
κλουβί
νεοελλ.
1. καθετί που μοιάζει με κλουβί
2. (ηλεκτρολ.) τύπος περιέλιξης τού επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα
3. φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κλωβός τού Φάραντεϋ» — μεταλλικό περίβλημα κατασκευασμένο από μεταλλικό έλασμα ή από πυκνό μεταλλικό πλέγμα με το οποίο επιδιώκεται η προστασία ορισμένων χώρων από τις επιδράσεις εξωτερικών ηλεκτρικών πεδίων
β) ναυτ. «κλωβός έλικας» — ο χώρος μέσα στον οποίο περιστρέφεται η έλικα τού πλοίου
γ) «κλωβός φάρου» — το ανώτατο τμήμα φάρου στο οποίο υπάρχουν τα φωτιστικά μηχανήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, πρβλ. συρ. kәlub «κλουβί πουλιών».
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. κλωβίον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλωβός — bird cage masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωβοῖς — κλωβός bird cage masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωβοῦ — κλωβός bird cage masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωβούς — κλωβός bird cage masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωβῷ — κλωβός bird cage masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωβόν — κλωβός bird cage masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλουβί — Μικρός χώρος για τη διαβίωση πτηνών ή ζώων, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, φορητό ή μόνιμο, περιφραγμένο από σύρματα ή ξύλινα ή σιδερένια κιγκλιδώματα. Η κατασκευή του κ., απλή ή ισχυρή, εξαρτάται από το μέγεθος του ζώου για το οποίο προορίζεται. Για …   Dictionary of Greek

  • κλουβός — κλουβός, ὁ (AM) κλωβός* μσν. κελλί μοναχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλωβός βλ. και κλουβί] …   Dictionary of Greek

  • Kloben (3), der — 3. Der Kloben, des s, plur. ut nom. sing. Diminut. das Klöbchen, ein Wort, welches von klieben, spalten, abstammet, und zunächst ein gespaltenes, in weiterer Bedeutung aber auch ein ausgehöhltes Werkzeug bedeutet. 1. Ein gespaltenes Werkzeug, in… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • PERDIX — I. PERDIX Daedali nepos. quem, cum serrae usum primus reperisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt perisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt praecipitatum, deorumque misericordiâ in avem sui nominis… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”